γλύτωμα — το και γλυτωμός, ο [γλυτώνω] 1. απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση 2. αποπεράτωση (κάποιου έργου) 3. (για χρέος) απαλλαγή … Dictionary of Greek
εκφυγή — η (Α ἐκφυγή) 1. η (λαθραία) διαφυγή, φυγή, διολίσθηση 2. διάσωση, γλύτωμα, γλυτωμός … Dictionary of Greek